μαγγανάριοι

μαγγανάριοι
μαγγανάριος
conjurer
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”